Обов'язковий στα ελληνικά

Μετάφραση: обов'язковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, παθολογικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Обов'язковий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • закрійниця στα ελληνικά - zakriynytsya
  • залишковий στα ελληνικά - μόνιμος, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής
  • засаджений στα ελληνικά - φυτεύονται, φυτευτεί, φυτεύτηκαν, φυτευθεί, φύτεψε
  • косметика στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
Τυχαίες λέξεις
Обов'язковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, παθολογικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής