Оточувати στα ελληνικά

Μετάφραση: оточувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Оточувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балансувати στα ελληνικά - αντίβαρο, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
  • важливий στα ελληνικά - σημαντικός, σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές
  • викладати στα ελληνικά - διδάσκω, ντιβάνι, ανάκλιντρο, καναπές, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, ...
  • відразу στα ελληνικά - φασαρία, ντόρος, αμέσως, ταυτόχρονα, με τη μία, τη μία, μονομιάς
Τυχαίες λέξεις
Оточувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου