Λέξη: άοπλος

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος

Μεταφράσεις: άοπλος

άοπλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unarmed, weaponless, himself disarmed

άοπλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarmado, inerme, desarmados, sin armas, desarmada

άοπλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waffenlos, unbewaffnet, unbewaffnete, unbewaffneten, unbewaffneter, ohne Waffen

άοπλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmé, sans armes, non armé, non armée, non armés

άοπλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inerme, disarmato, disarmati, disarmata, senz'armi

άοπλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desarmado, desarmados, desarmada, sem armas, desarmadas

άοπλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongewapend, ongewapende, onbewapende, onbewapend, unarmed

άοπλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невооруженный, безоружный, неколючий, без оружия, безоружным, безоружен, безоружны

άοπλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubevæpnet, ubevæpnede, uten våpen, er ubevæpnet, unarmed

άοπλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obeväpnade, obeväpnad, unarmed, obeväpnat, vapenfri

άοπλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aseistamaton, aseeton, aseettomia, aseettoman, aseetonta, aseettomien

άοπλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubevæbnet, ubevæbnede, ubevćbnet, våbenløs

άοπλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezbranný, neozbrojený, neozbrojené, neozbrojená, neozbrojenou, beze zbraně

άοπλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezrogi, nieuzbrojony, bezbronny, bez broni, nieuzbrojeni, uzbrojony

άοπλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyvertelenül, fegyvertelen, pusztakezes, fegyvertelenek

άοπλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silâhsız, silahsız, silahsız bir, silahsýz

άοπλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
беззбройний, неозброєний, роззброєний, без зброї, беззбройна

άοπλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paarmatosur, paarmatosur, të paarmatosur, e paarmatosur, pa arme

άοπλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невъоръжен, невъоръжена, невъоръжени, без оръжие, въоръжен

άοπλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяззбройны, безабаронны, без зброі, няўзброены

άοπλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
relvastamata, relvitu, relvadeta, on relvastamata

άοπλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nenaoružan, razoružan, nenaoružani, nenaoružana, bez oružja

άοπλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unarmed, sakaði, vopnlausir

άοπλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beginklis, neginkluotas, neginkluoti, beginklius, neginkluota

άοπλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapbruņots, neapbruņoti, neapbruņota, militarizēta, neapbruņotiem

άοπλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невооружени, невооружен, невооружените, невооружено, невооружена

άοπλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neînarmat, neînarmați, neînarmată, neînarmate, fără arme

άοπλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neoborožen, neoboroženi, neoboroženega, neoborožena, neoborožene

άοπλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neozbrojený, neozbrojené
Τυχαίες λέξεις