Парапет στα ελληνικά

Μετάφραση: парапет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζούλα, στηθαίο, παραπέτο, στηθαίου, θωράκιο, στηθαία
Парапет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безтурботність στα ελληνικά - γαλήνη, απροσεξία, απροσεξίας, αμέλεια, αμέλειας, ανεμελιά
  • бунтівливий στα ελληνικά - σκίζω, ανυπότακτος, στασιαστικός, επαναστατική, επαναστατικές, επαναστατικός
  • журналіст στα ελληνικά - δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
  • зазублювати στα ελληνικά - βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
Τυχαίες λέξεις
Парапет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζούλα, στηθαίο, παραπέτο, στηθαίου, θωράκιο, στηθαία