Первинний στα ελληνικά
Μετάφραση: первинний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- група στα ελληνικά - συγκρότημα, αγέλη, όμιλος, ταινία, παρέα, συστοιχία, χούφτα, ...
- замолодий στα ελληνικά - καινούριος, νέος, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
- зважливо στα ελληνικά - γνωμάτευση, zvazhlyvo
- князівства στα ελληνικά - δουκάτο, Δουκάτου, το δουκάτο
Τυχαίες λέξεις
Первинний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Μεταφράσεις: κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια