Λέξη: πεζεύω

Μεταφράσεις: πεζεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dismount, pezefo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apearse, pezefo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
descendre, démonter, pezefo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demita, desmonte, destituir, pezefo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afstijgen, pezefo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снимать, слезать, спешиться, разбирать, спешивать, размонтировать, вынимать, спешиваться, pezefo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
demontere, pezefo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskeutua, pezefo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sejmout, odmontovat, shodit, demontovat, rozebrat, sestoupit, rozmontovat, pezefo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdemontować, demontować, wymontować, zsiadać, zdjąć, schodzić, pezefo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скидати, злізати, знімати, pezefo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
demonteerima, pezefo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjahati, pezefo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sestopit, pezefo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pezefo
Τυχαίες λέξεις