Петелька στα ελληνικά

Μετάφραση: петелька, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, μικρή οπή, θηλιά, οπή, κρίκο, κρίκο σύνδεσης
Петелька στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вилуговування στα ελληνικά - ηγούμαι, λουρί, μόλυβδος, έκπλυση, έκπλυσης, απόπλυση, απόπλυσης, ...
  • встановлений στα ελληνικά - ρουτίνα, εγκατασταθεί, εγκατεστημένη, εγκατεστημένο, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει
  • відрізнений στα ελληνικά - vidriznenyy
  • здатен στα ελληνικά - ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
Τυχαίες λέξεις
Петелька στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, μικρή οπή, θηλιά, οπή, κρίκο, κρίκο σύνδεσης