Οφθαλμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
око, вічко, отвір, розглядати, петелька, вушко, очей, віч
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οφθαλμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα ουκρανικά - основний, візуально, необхідний, принципи, неперебірливість, розрізняти, розрізнювати, ...
- οφείλω στα ουκρανικά - заборгувати, завинити, завинити перед
- οχετός στα ουκρανικά - обпливати, жолоб, акведук, канава, дренаж, трубопровід, канавка, ...
- οχιά στα ουκρανικά - гадюка
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: око, вічко, отвір, розглядати, петелька, вушко, очей, віч
Μεταφράσεις: око, вічко, отвір, розглядати, петелька, вушко, очей, віч