Печатка στα ελληνικά
Μετάφραση: печатка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγιδόλιθος, σφραγιστικό, σφραγιστικά, signet, σιγίλλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багор στα ελληνικά - καμάκι, αγγίστρο, gaff, πικιού, άγκιστρο
- богохульство στα ελληνικά - βλασφημία, βωμολοχίες, αισχρολογία, ανοσιότητα, ασέβεια
- відвислий στα ελληνικά - πλαδαρός, χαλαρός, χαύνος, χαλαρή, χαλαρό, πλαδαρό
- геніальність στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
Τυχαίες λέξεις
Печатка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγιδόλιθος, σφραγιστικό, σφραγιστικά, signet, σιγίλλιο
Μεταφράσεις: χαρτόσημα, γραμματόσημο, σφραγιδόλιθος, σφραγιστικό, σφραγιστικά, signet, σιγίλλιο