Λέξη: ευεπηρέαστος
Συνώνυμα: ευεπηρέαστος
ευπαθής
Μεταφράσεις: ευεπηρέαστος
ευεπηρέαστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impressionable, passible
ευεπηρέαστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
susceptible, impresionable, pasible, pasable, pasibles, pasible de Cristo
ευεπηρέαστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfindungsfähige, passible, leidensfähig
ευεπηρέαστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sensible, impressionnable, malléable, passible
ευεπηρέαστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passible, passibile, passibili
ευεπηρέαστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passible, passível, passíveis, Passivo
ευεπηρέαστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пластичный, восприимчивый, впечатлительный, чувствительный
ευεπηρέαστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herkkä, passible
ευεπηρέαστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnímavý, citlivý, passible
ευεπηρέαστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wrażliwy, cierpiętliwy, passible
ευεπηρέαστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogékony, passible
ευεπηρέαστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duygulu, passible
ευεπηρέαστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пластичність, чутливий, чутливе, чутлива, чуттєвий
ευεπηρέαστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
способен да страда, способен да чувствува
ευεπηρέαστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчувальны, адчувальнае, чуллівы
ευεπηρέαστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutatav, vastuvõtlik, passible
ευεπηρέαστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjetljiv, passible
ευεπηρέαστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Galintis kenčia, Sugebantis jausti
ευεπηρέαστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sensibil, pasibil, simțitor, pasibilă, capabil să sufere
ευεπηρέαστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
passible
ευεπηρέαστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vnímavý, passible
Τυχαίες λέξεις