Пирхання στα ελληνικά
Μετάφραση: пирхання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- войовничий στα ελληνικά - μαχητικός, στρατευμένος, μαχητική, μαχητικές, στρατευμένη
- гарбуз στα ελληνικά - κολοκύθι, πατικώνω, ζουλώ, κολοκύθα, κολοκύθας, κολοκύθες
- дюна στα ελληνικά - αμμόλοφος, θινών, αμμοθινών, αμμόλοφων, αμμολόφων
- кошик στα ελληνικά - γόνδολα, πανέρι, κοφίνι, καλάθι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, ...
Τυχαίες λέξεις
Пирхання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ
Μεταφράσεις: φρουμάζω, φύσημα, φυσώ, ρουθουνίζω, ρωθώνισμα, ξεφυσώ