Λέξη: δρομέας
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας έπιπλα, δρομέας travel
Συνώνυμα: δρομέας
δρομεύς, παραφυάς, καταβολάδα, παραστάτης
Μεταφράσεις: δρομέας
δρομέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
runner, cursor, Racer, rotor, cursor is
δρομέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tapete, alfil, patín, corredor, corredor de, finalista, runner, subcampeón
δρομέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laufschiene, laufrad, schmuggler, lauf, läufer, laufschuh, laufleiste, Läufer, Kanal, Runner, Läufers
δρομέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estafette, messager, coureur, curseur, courrier, patin, runner, canaux, coureur de
δρομέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corridore, fattorino, canale, guida, segretario, segretario di
δρομέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corredor, atropelar, boy, corredor de, vice, boy da
δρομέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hardloper, loper, runner, agent, loopster
δρομέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лезвие, бегунок, движок, бегун, дорожка, гонец, литник, рысак, полоз, рассыльный, ротор, курьер, инкассатор, вестовой, контрабандист, бегунья, бегуна, занявший второе место, бегуном, занявший второе
δρομέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løper, runner, løperen, syklisten
δρομέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löpare, runner, löparen, tvåan
δρομέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
airut, juoksija, Runner, toiseksi, kakkonen, juoksua
δρομέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
runner, løber, løberen
δρομέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závodník, běžec, běhoun, kurýr, sanice, posel, runner, běžce, finalista
δρομέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kandydowanie, goniec, wirnik, biegacz, płoza, dywan, prowadnica, zawodnik, lekkoatleta, biegaczem
δρομέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kúszónövény, asztalfutó, futónövény, futó, második, runner, második helyezett, második helyezettje
δρομέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koşucu, runner, koşucusu, atlet, yolluk
δρομέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інкасатор, ротор, кур'єр, вус, рисак, полоз, бігун
δρομέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrabandist, runner, favoriti, vrapues, favoritja
δρομέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бегач, второ, второ място, подгласник, подгласничка
δρομέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бягун
δρομέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jooksja, Runner, koha, kergejõustiklane, tandemsiini
δρομέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krijumčar, uzak, trkač, izdanak, Runner, pratilja, trkačica, stolnjak
δρομέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlaupari, Runner, öðru sæti
δρομέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bėgikas, Runner, vice, takelis, bėgiko
δρομέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skrējējs, runner, Vadotnes, izsūtāmais, finālists
δρομέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тркач, финалист, ранер, придружничка, тркачот
δρομέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alergător, runner, alergator, runner a
δρομέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
runner, tekač, Drugo mesto, varčnih, tekačica
δρομέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bežec, bezec
Στατιστικά δημοτικότητας: δρομέας
Τυχαίες λέξεις