Плюндрувати στα ελληνικά

Μετάφραση: плюндрувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερημώνω, χαλώ, χαντακώνω, καταστρέφω, ρήμαγμα, λεηλασία, λεηλασίας, λάφυρα, αρπαγή, λεηλατήσουν
Плюндрувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властивій στα ελληνικά - κληρονομώ, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
  • відмовлення στα ελληνικά - σκουπίδια, άρνηση, αποποίηση ευθυνών, αποποίηση ευθύνης, αποκήρυξη, αποποίηση
  • достовірність στα ελληνικά - φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστος, εχέγγυος, γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, ...
  • красномовність στα ελληνικά - ευφράδεια, ευγλωττία, την ευγλωττία, ευγλωττίας, γλαφυρότητα
Τυχαίες λέξεις
Плюндрувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερημώνω, χαλώ, χαντακώνω, καταστρέφω, ρήμαγμα, λεηλασία, λεηλασίας, λάφυρα, αρπαγή, λεηλατήσουν