Λέξη: κακότροπος
Συνώνυμα: κακότροπος
σκληρός
Μεταφράσεις: κακότροπος
κακότροπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surly, crusty, froward, badly behaved
κακότροπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hosco, crujiente, costra, costras, crujientes, con costra
κακότροπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grämlich, mürrische, knusprig, krustig, crusty, knusprigem, knuspriges
κακότροπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grossier, rude, atrabilaire, morose, agreste, rustre, maussade, croustillant, croûté, croustillante, croustillants, croûte
κακότροπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irascibile, croccante, crusty, crosta, crostoso
κακότροπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arisco, brusco, rabugento, duro, crusty, encrostado, estaladiço
κακότροπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honds, bars, gemelijk, zuur, onaardig, nurks, stuurs, nors, korzelig, korstig, knapperig, knapperige, krokant
κακότροπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сердитый, грубый, пасмурный, ворчливый, мрачный, угрюмый, сумрачный, твердый, резкий, твердым, коркой, хрустящие
κακότροπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
crusty, sprø, ferskt, sprø firfisle, skorpe
κακότροπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knaprig, crusty, vresig, vresigt, skorpor
κακότροπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiukkuinen, nyreä, tyly, nyrpeä, juro, kärttyisä, rapean, äreä, kovaksi, crusty
κακότροπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
crusty, sprøde, skorpede, skorpet, skorper
κακότροπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mrzutý, nevlídný, divoký, nevrlý, hrubý, okoralý, křupavý, crusty, křupavým
κακότροπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gburowaty, opryskliwy, ponury, burkliwy, zgryźliwy, nieprzyjazny, kruchy, chrupki, nieprzystępny, chrupiący, crusty
κακότροπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bárdolatlan, nyers, kérges, ropogós, héjas, mogorva, zsémbes
κακότροπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huysuz, kabuklu, crusty, sert, huysuz bir
κακότροπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похмурий, твердий, тверда, жорсткий
κακότροπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mbuluar me lëvozhgë, i zemëruar, inatosur, zemëruar, mbuluar me lëvozhgë
κακότροπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свадлив, кора, подложната, хрупкав, хрупкава
κακότροπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цвёрды, цвёрдая, цьвёрды
κακότροπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ähvardav, tõre, tusane, Kärttyisä, koorikuga kaetud, koorikuga, kõva koorega
κακότροπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grub, osoran, natmuren, s koricom, crusty, koricom, mrzovoljan, nalik kori
κακότροπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
crusty
κακότροπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apnašomis, traški, Danga Korkas, Neprieinama, Padengti Korėjos
κακότροπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īgns, kašķīgs
κακότροπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
садот, крцкав, закоравен, тврд, садот за
κακότροπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iritabil, crustata, crusta, crusty, cruste
κακότροπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skorjasta, skorjo, krastavo
κακότροπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mrzutý, okoralý, vysušený, zoschnutý