Покиньте στα ελληνικά
Μετάφραση: покиньте, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, αφήστε, αφήνουν, αφήσει, αφήσετε, εγκαταλείψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архів στα ελληνικά - Αρχείο, Archive, αρχειοθέτησης, το αρχείο, του αρχείου
- виснажувати στα ελληνικά - λιμοκτονώ, μειώνω, εξαντλώ, ξοδεύω, πεινώ, στραγγίξει, αποστράγγιση, ...
- дефляція στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
- згоду στα ελληνικά - ενότητα, ομοφωνία, έγκριση, αρμονία, προσκόλληση, επιδοκιμασία, συναίνεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Покиньте στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, αφήστε, αφήνουν, αφήσει, αφήσετε, εγκαταλείψουν
Μεταφράσεις: εκκενώνω, αφήστε, αφήνουν, αφήσει, αφήσετε, εγκαταλείψουν