Λέξη: κατακτώ

Σχετικές λέξεις: κατακτώ

κατακτώ αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ english, κατακτώ συνώνυμο, κατακτω συνώνυμα, κατακτώ στα αγγλικά

Συνώνυμα: κατακτώ

έχω, βαστάζω, βαστώ, κουβαλώ, κρατώ, αιχμαλωτίζω, συλλαμβάνω, κυριεύω, νικώ, υπερνικώ, υποτάσσω

Μεταφράσεις: κατακτώ

κατακτώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conquer

κατακτώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
someter, vencer, ganar, conquistar, conquistar a, la conquista, conquista de

κατακτώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erobern, unterdrücken, besiegen, zu erobern, siegen, Eroberung

κατακτώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conquérir, asservir, battre, remporter, assujettir, vaincre, conquête, la conquête, conquête de

κατακτώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debellare, conquistare, conquista, vincere, conquistare la, conquistare il

κατακτώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conquiste, conquistar, vencer, conquista, conquistar a, conquistar o

κατακτώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veroveren, overwinnen, te veroveren, te overwinnen, verover

κατακτώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завоевать, покорять, превозмогать, покорить, подчинять, побеждать, превозмочь, подавлять, отвоевывать, преодолевать, завоевывать, побороть, победить

κατακτώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erobre, vinne, overvinne, å erobre, seire

κατακτώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övervinna, segra, besegra, erövra, vinna, erövrar

κατακτώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallata, kukistaa, nujertaa, valloittaa, kaataa, valloittamaan, voittaa, voittamaan

κατακτώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erobre, besejre, overvinde, at erobre, sejre

κατακτώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podrobit, porazit, dobýt, vybojovat, conquer, podmanit, podmanit si, dobývat

κατακτώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przełamywać, podbijać, zawojować, zwyciężyć, pokonać, zdobywać, zdobyć, podbić, pokonywać, zwyciężać, zawładnąć

κατακτώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghódítani, meghódítsa, conquer, meghódítására, uralkodj

κατακτώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fethetmek, ele, fethetmeye, ele geçirmek, fethedecek

κατακτώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бороти, підкоряти, перемагати, завоюйте, скоряти, підкорювати, впокорювати, підкорюватиме

κατακτώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mund, mposht, zaptoj, pushtuar, të pushtuar, pushtojnë

κατακτώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
побеждавам, завладее, завладяване, покори, завладеят

κατακτώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакараць, скараць, заваёўваць

κατακτώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vallutama, allutama, vallutada, võita, valitse, vallutavad

κατακτώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvajati, svladati, pokoriti, izvojevati, osvojiti, osvajanje, pobijediti, osvoji

κατακτώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sigra, að sigra, leggja undir sig, leggja undir, leggja

κατακτώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkariauti, nugalėti, įveikti, įsitvirtinti, valdyk

κατακτώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekarot, iekarotu, uzvarēt, lai iekarotu, uzvarēs

κατακτώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
го освојат, го освои, освојат, освои, освојување

κατακτώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reprima, cuceri, cucerească, a cuceri, cucereasca, cucerirea

κατακτώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osvojiti, vladaj, osvajanje, osvoji, osvojil

κατακτώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobyť, dobiť
Τυχαίες λέξεις