Покірливість στα ελληνικά
Μετάφραση: покірливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίλι, επιείκεια, πραότητα, επιείκεια που, πραότης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аудит στα ελληνικά - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
- гімнастерка στα ελληνικά - μπλούζα, πουκάμισο, shirt, φανέλα, μπλουζάκι
- крапля στα ελληνικά - σταλάζω, ρανίδα, ωτακουστώ, χάντρα, καταβρέχω, ουγκιά, στάζω, ...
- лауреат στα ελληνικά - δάφνη, δαφνοστεφής, επιτυχόντα, βραβευμένος, βραβευμένος με, λαυρικό
Τυχαίες λέξεις
Покірливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίλι, επιείκεια, πραότητα, επιείκεια που, πραότης
Μεταφράσεις: μίλι, επιείκεια, πραότητα, επιείκεια που, πραότης