Μίλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: μίλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покірливість, помірність, слабість, слабкість, милі, миль
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μίλι
μικυ μαους, μίλι αβιτάλ, μίλι και μόλι, μίλι ντ' αμπράτσιο, μίλι κύηση, μίλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μίλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μίζα στα ουκρανικά - запав, запалювання, запалення, спалах, сполох, стартер
- μίλησα στα ουκρανικά - рукоять, сходинка, спиця, Я
- μίμος στα ουκρανικά - риба-самець, мім, мим
- μίξερ στα ουκρανικά - змішано-верхній, змішувач, Смеситель
Τυχαίες λέξεις
Μίλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: покірливість, помірність, слабість, слабкість, милі, миль
Μεταφράσεις: покірливість, помірність, слабість, слабкість, милі, миль