Поліпшитися στα ελληνικά
Μετάφραση: поліпшитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνω, να ενισχυθεί, να ενισχυθούν, να βελτιωθεί, να αυξηθεί, ενισχυθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відрубай στα ελληνικά - πίτουρο, πίτυρα, πίτουρα, πίτουρου, πίτουρων
- зітхніть στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναστενάζω, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
- ларингофон στα ελληνικά - Λαιμού, λαιμό, Throat, το λαιμό, του λαιμού
- марнотратно στα ελληνικά - επιδαψίλευση, ασώτως, με σπατάλην
Τυχαίες λέξεις
Поліпшитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνω, να ενισχυθεί, να ενισχυθούν, να βελτιωθεί, να αυξηθεί, ενισχυθεί
Μεταφράσεις: βελτιώνω, να ενισχυθεί, να ενισχυθούν, να βελτιωθεί, να αυξηθεί, ενισχυθεί