Αναστέλλω στα αγγλικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjourn, suspend, inhibit, abort, pause, I suspend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αναστέλλω
abort
- διακόπτω
- κάνω έκτρωση
- προκαλώ έκτρωση εις
- τίκτω πρόωρος
- ρίχνω
- αναστέλλω
- αναχαιτίζω
- αναστέλλω
- αναστέλλω
- αναρτώ
- ανακόπτω
- διακόπτω
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας αγγλικά, αναστέλλω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα αγγλικά - survey, review, review of, overview, background, a review
- αναστάτωση στα αγγλικά - fuss, disruption, upheaval, commotion, inconvenience
- αναστατώνω στα αγγλικά - upset, fluster, confound, disorganize, disrupt, exercising
- αναστενάζω στα αγγλικά - sigh, suspire
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: adjourn, suspend, inhibit, abort, pause, I suspend
Μεταφράσεις: adjourn, suspend, inhibit, abort, pause, I suspend