Посвячений στα ελληνικά
Μετάφραση: посвячений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύηση, κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, έναρξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буксир στα ελληνικά - τράβηγμα, ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, διελκυστίνδα
- зазнайте στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, Η εμπειρία, Η πείρα, την εμπειρία
- знеславити στα ελληνικά - εξευτελίζω, αμφισβητώ, συκοφαντώ, κακολογώ, δυσφημίσουν, συκοφαντούν, δυσφημήσουν
- метушитися στα ελληνικά - αναστάτωση, φασαρία, ταραχή, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
Τυχαίες λέξεις
Посвячений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύηση, κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, έναρξη
Μεταφράσεις: μύηση, κινήσει, κίνηση, κινεί, ξεκινήσει, έναρξη