Λέξη: αποφασισμένος
Σχετικές λέξεις: αποφασισμένος
είμαι αποφασισμένος, αποφασισμένος αγγλικα, αποφασισμένος στίχοι
Συνώνυμα: αποφασισμένος
αναμφισβήτητος, αποφασιστικός, ξεκάθαρος, σκόπιμος, καθοριστικός, αδίστακτος
Μεταφράσεις: αποφασισμένος
αποφασισμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resolute, determined, resolved, decided
αποφασισμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decidido, resuelto, determinado, determinada, determina, determinó, determine
αποφασισμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entschlossen, entschieden, zielstrebig, bestimmt, ermittelt
αποφασισμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décisif, affirmatif, délibéré, décidé, ferme, résolu, déterminé, péremptoire, déterminée, déterminer, déterminés, déterminées
αποφασισμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deciso, determinato, determinata, determinati, stabilito, determinate
αποφασισμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
determinado, determinada, determinados, determinadas, determinar
αποφασισμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslist, vastbesloten, vastberaden, bepaald, vastgesteld, bepalen
αποφασισμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решительный, непоколебимый, твердый, определенный, определяется, определяются, определены, определено
αποφασισμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestemt, besluttsom, bestemmes, fastsatt, fastsettes, fast bestemt
αποφασισμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
resolut, bestämd, bestäms, bestämdes, bestämmas, fastställas
αποφασισμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määritetty, määräytyy, määritettiin, määritellään, määritetään
αποφασισμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemmes, bestemt, fastsættes, fastsat, fastlægges
αποφασισμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odhodlaný, rozhodný, pevný, stanoveno, určeny, určeno, stanoven, určena
αποφασισμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rezolutny, zdecydowany, stanowczy, zdeterminowany, określona, ustalona, określane
αποφασισμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határozzák meg, határozzák, meghatározni, határozza, határozza meg
αποφασισμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kararlı, tespit, belirlenir, belirlenen, belirlenmiştir
αποφασισμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нездоланний, непереборний, непоборний, певний, визначений, певного, певне, певну
αποφασισμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vendosur, përcaktohet, përcaktuar, vendosur, përcaktohen
αποφασισμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
определя, определено, определена, определят, определен
αποφασισμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пэўны, вызначаны
αποφασισμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindlaksmääratud, kindlaks, määratakse, määratud, määratakse kindlaks
αποφασισμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvažan, riješen, nepokolebljiv, čvrst, odlučan, određuje, odrediti, određena, određen
αποφασισμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvarðað, ákvörðuð, ákvarða, ræðst, ákveðið
αποφασισμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nustatomas, nustatytas, nustatoma, nustatyta, nustatyti
αποφασισμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noteikts, nosaka, noteikta, noteikt, jānosaka
αποφασισμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
утврдени, утврдува, определени, утврден, утврди
αποφασισμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
determinat, determinată, determinate, determină, stabilit
αποφασισμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
določi, določena, določen, določiti, določeno
αποφασισμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodný, stanovené, uvedené, ustanovené, stanovuje, uvádza