Λέξη: επηρεάζω

Σχετικές λέξεις: επηρεάζω

επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω στα γαλλικα

Συνώνυμα: επηρεάζω

κραδαίνω, ταλαντεύω, πάλλω, ταλαντεύομαι, κυβερνώ, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, παρακινώ, προτρέπω, επιφέρω

Μεταφράσεις: επηρεάζω

επηρεάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affect, sway, weight with, affected`

επηρεάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectar, aparentar, influencia, balanceo, sacudimiento, vaivén, imperio

επηρεάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vortäuschen, betreffen, beeinflussen, bewegen, Schwanken, Schwingen, Macht, Einfluss, Herrschaft

επηρεάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affectez, attaquer, affectons, imiter, toucher, agir, remuer, feindre, influencer, attendrir, émotionner, concernent, affecter, contrefaire, émouvoir, impressionner, balancement, empire, emprise, domination, règne

επηρεάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affettare, simulare, ondeggiare, dominio, influenza, ondeggiamento, potere

επηρεάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afectar, balançar, balanço, influência, oscilação, domínio

επηρεάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontroeren, aandoen, beïnvloeden, aangrijpen, treffen, bewegen, heerschappij, slingeren, zwaaien, heersen, overwicht

επηρεάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
влиять, затрагивать, помешать, поражать, волновать, задевать, прикидываться, трогать, любить, отражаться, предпочитать, действовать, притворяться, воздействовать, власть, влияние, раскачивания, раскачивание, взмах

επηρεάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påvirke, svaie, sway, innflytelse, gynging, i Sway

επηρεάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påverka, gungning, sway, herravälde, gunga, svajar

επηρεάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikuttaa, teeskennellä, liikuttaa, vioittaa, koskea, keinutella, huojuntaa, sivusiirtyvän, keinumisella, vallan alaiseksi

επηρεάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaje, sway, herredømme, svaj, herskede

επηρεάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapůsobit, zachvátit, postihnout, dojímat, dojmout, působit, ovlivňovat, napodobit, pohnout, předstírat, zasáhnout, ovlivnit, houpat, sway, houpat se, posuvné styčníky, houpání

επηρεάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oddziaływać, wzruszać, udawać, zadziałać, pozować, wpływać, atakować, wpływ, kołysać, kołysać się, kołysanie się, huśtać, przechylić szalę

επηρεάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inog, uralkodik, uralma, lengése, sway

επηρεάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sallanma, tesir, egemenlik, sallanmak, hükmetme

επηρεάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикидатися, діяти, кохати, уражати, хвилювати, влада, владу, влади

επηρεάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndikoj, ndikimi, lëkundem, ndikim, lëkundje

επηρεάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люшкане, люшкам, поклащам, люлея, люшкам се

επηρεάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўлада, ўладу, улада, уладу

επηρεάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teesklema, kõikuma, võnkuma, sway, võim, valitsema

επηρεάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dirnuti, djelovati, utjecaj, poljuljati, prevaga, je uticaj, lelujati

επηρεάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveifla, Sway

επηρεάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linguoti, svyravimas, siūbavimas, kilsuoti, liūliuoti

επηρεάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šūpoties, šūpošanās, Sānsvārstības ir, vara, līgoties

επηρεάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нишаат, нишање, замав, влијание, налетот

επηρεάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putere, balansa, sway, influența, stăpânire

επηρεάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sway, nagib, pregnan, vladala, nihanje

επηρεάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hojdať, húpať

Στατιστικά δημοτικότητας: επηρεάζω

Τυχαίες λέξεις