Посилювати στα ελληνικά

Μετάφραση: посилювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύνω, εξοργίζω, επίφοβος, επιδεινώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Посилювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альтернативний στα ελληνικά - εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • випрямляти στα ελληνικά - ανιχνεύω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
  • гальмуючий στα ελληνικά - αφιλόξενος, πέδησης, πέδηση, φρενάρισμα, φρεναρίσματος, πεδήσεως
  • здогадуватися στα ελληνικά - εικασία, μαντεύω, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Посилювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύνω, εξοργίζω, επίφοβος, επιδεινώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση