Λέξη: δασοφύλακας

Σχετικές λέξεις: δασοφύλακας

επάγγελμα δασοφύλακασ

Συνώνυμα: δασοφύλακας

χωροφύλαξ, ξυλοκόπος, δασοφύλαξ, δασοκόμος, δασονόμος

Μεταφράσεις: δασοφύλακας

δασοφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forester, ranger, woodman, forest ranger, Ranger at

δασοφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guardabosque, guardabosques, ranger, guardaparques, guardaparque

δασοφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
förster, forstmann, Ranger, Förster, Waldläufer

δασοφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
forestier, ranger, garde, garde forestier, rôdeur, des Rangers

δασοφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardia forestale, Ranger, Esploratore, ranger del, guardia

δασοφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarda-florestal, ranger, guarda florestal, de ranger, patrulheiro

δασοφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper

δασοφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лесовод, лесничий, лесник, рейнджер, Ranger, следопыт, рейнджера, егерь

δασοφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forstmann, ranger, skogvokter, Vokter

δασοφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ranger, kommandosoldat, Skogvaktare, kommandosoldaten, Rangers

δασοφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsänvartija, ranger, metsänvartijan, Rangerin

δασοφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ranger, Naturvejlederture, naturvejleder, Skovløber, skovfoged

δασοφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lesník, hajný, tulák, ranger, ranger v

δασοφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
leśnictwo, leśniczy, leśnik, komandos, obieżyświat, ranger, strażnik

δασοφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erdész, vadőr, Ranger, vándor, erdőkerülő, a Ranger

δασοφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korucu, ranger, korucusu, bekçisi

δασοφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісничим, лісник, лісничий, лісівник, рейнджер

δασοφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
endacak, Ranger, rojtar, shëtitës, rojtar pylli

δασοφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горски, рейнджър, Ranger, Рейнджъра, стражар

δασοφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэйнджар, рейнджер

δασοφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metsamees, pargivaht, ranger, metsavaht, eriüksus, eriüksuse liige

δασοφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šumar, Ranger, rendžer, Rangera, Ranger XL

δασοφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ranger

δασοφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eigulys, girininkas, ranger, desantininkas, bastūnas

δασοφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mežzinis, ranger, Reindžeru, klaidonis, viegli apbruņoti jātnieki

δασοφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ренџер, Ranger, чуварските, чуварска, чуварската

δασοφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pădurar, ranger, pădurar PE, forestier, copoi

δασοφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lesník, ranger, čuvaj, paznik, rangerje, klatež

δασοφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lesník, polesný, hájnik, horár, hájnika
Τυχαίες λέξεις