Λέξη: βολικός

Σχετικές λέξεις: βολικός

βολικός πάτρα, βολικός διονύσης, βολικός συνώνυμο, βολικός συνώνυμα

Συνώνυμα: βολικός

εύχρηστος, επιτήδειος, ευχερής, πρόχειρος, εξυπηρετικός, εύκολος, κατάλληλος, αναπαυτικός, συμβιβαστικός, υποχρεωτικός

Μεταφράσεις: βολικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
convenient, comfortable, suitable, handy, conveniently located, inconvenient
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propio, competente, conveniente, idóneo, confortable, cómodo, holgado, práctico, cómoda, convenientes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behaglich, trostreich, brauchbar, zweckmäßig, zweckdienlich, erfolgreich, bequem, komfortabel, tröstlich, zeitgemäß, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convenable, bon, douillet, pertinent, à-propos, idoine, sortable, aptitude, maniable, adéquat, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appropriato, adatto, accogliente, confortevole, comodo, idoneo, conveniente, comoda, vantaggiosa, convenienti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caber, terno, conveniente, fato, apropriado, confortável, propício, cómodo, convenientes, cómoda, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemakkelijk, betamelijk, comfortabel, bruikbaar, geschikt, passend, gepast, doelmatig, geriefelijk, fatsoenlijk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
укромный, годный, подходящий, удобный, привольный, довольный, спокойный, пригодный, безбедно, надлежащий, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passende, praktisk, enkel, praktiske, byens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekväm, läglig, lämplig, bekvämt, praktiskt, bekväma, bekvämt till
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnollinen, edullinen, sopiva, sovelias, viihtyisä, kätevä, kunnon, kodikas, osuva, vaivaton, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bekvem, passende, hyggelig, praktisk, bekvemt, bekvemme, belejligt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přiměřený, příhodný, vhodný, výhodný, pohodlný, vyhovující, praktický, pohodlné, pohodlnější
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosowny, sposobny, komfortowy, dogodny, odpowiedni, należyty, wygodny, wygodne, dogodna, wygodna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényelmes, kényelmi, ideális, kényelmesebb, kényelmesen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
münasip, rahat, uygun, uygun bir, elverişli, kullanışlı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зручний, годитися, підхожий, придатний, затишний, комфортабельний, спокійний, веб, зручним
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rehatshëm, përshtatshëm, adapt, i përshtatshëm, të përshtatshëm, përshtatshme, të përshtatshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удобен, удобно, удобна, удобни, удобното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зручны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mugav, hõlbus, mõnus, käepärane, mugava, mugavam, mugavad, mugavate
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ležeran, podesan, podoban, podesnog, komforan, ugodnu, prikladan, udoban, primjereno, pogodan, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hentugur, þægilegur, hæfur, þægilegt, þægileg, þægilegri, þægilegra
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opportunus, aptus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaukus, patogus, patogu, patogi, patogiau
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ērts, ērti, ērta, ērtu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удобен, лесен, пригоден, погодно, погодни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confortabil, potrivit, convenabil, convenabilă, convenabile, comod, convenabil de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priročen, priročno, prikladno, umesten, udoben
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohodlný, výhodný, vhodný, príjemný, vyhovujúce, vyhovujúci, vyhovujúcu, vyhovujúci zadaným, vyhovujúca
Τυχαίες λέξεις