Послабляти στα ελληνικά

Μετάφραση: послабляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνω, θρησκεία, κοπάζω, μελαγχολώ, μικραίνω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, χαλαρώ, λύω, λύσουν, λύσουν τις, λύσει
Послабляти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авантюрист στα ελληνικά - έρημος, τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
  • гасіння στα ελληνικά - αφανισμός, εξαφάνιση, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, βαφής
  • евакуюватися στα ελληνικά - εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
  • заявити στα ελληνικά - διεκδικώ, ισχυρισμός, ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, ...
Τυχαίες λέξεις
Послабляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνω, θρησκεία, κοπάζω, μελαγχολώ, μικραίνω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, χαλαρώ, λύω, λύσουν, λύσουν τις, λύσει