Потенціальний στα ελληνικά
Μετάφραση: потенціальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відокремлений στα ελληνικά - αποπνιχτικός, δόλιος, κοντά, κολλητός, ύπουλος, πνιγηρός, διαχωρίζεται, ...
- дюна στα ελληνικά - αμμόλοφος, θινών, αμμοθινών, αμμόλοφων, αμμολόφων
- зле στα ελληνικά - κακά, άσχημα, κακό, κακού, το κακό, του κακού
- кір στα ελληνικά - ιλαρά, ιλαράς, της ιλαράς, η ιλαρά, την ιλαρά
Τυχαίες λέξεις
Потенціальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Μεταφράσεις: ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς