Λέξη: εξαίρεση
Σχετικές λέξεις: εξαίρεση
εξαίρεση πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή εκλογών, εξαίρεση από κατεδάφιση, εξαίρεση από οαεε, εξαίρεση από εφορευτική επιτροπή, εξαίρεση από τον οαεε μόνο με πλήρη ασφάλιση στο ικα, εξαίρεση δημοσίων υπαλλήλων από εφορευτική επιτροπή, εξαίρεση εκπαιδευτικών από τη διαθεσιμότητα, εξαίρεση δικαστή, εξαίρεση από διαθεσιμότητα
Συνώνυμα: εξαίρεση
απαλλαγή
Μεταφράσεις: εξαίρεση
εξαίρεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exception, exemption, the exception, except, exception of
εξαίρεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excepción, excepto, excepción de, salvo, una excepción
εξαίρεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausnahme, ausnahmefall, besonderheit, Ausnahme, ausgenommen, außer
εξαίρεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contradiction, exception, objection, opposition, réserve, sauf, exception de, exceptions
εξαίρεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccezione, un'eccezione, deroga, eccezioni, ad eccezione
εξαίρεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
só, exceção, excepção, de exceção, derrogação, excepto
εξαίρεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzondering, behalve, uitgezonderd
εξαίρεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обида, исключение, возражение, исключением, исключения, исключений
εξαίρεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unntak, innsigelse, unntaket, unntatt, bortsett, noe unntak
εξαίρεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undantag, undantaget, utom, förutom, undantag för
εξαίρεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poikkeus, lukuun ottamatta, poikkeuksen, poikkeusta, poikkeuksena
εξαίρεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undtagelse, bortset, undtagen, undtagelsen, dog
εξαίρεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výjimka, výhrada, námitka, výjimkou, výjimku, výjimky, výjimce
εξαίρεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyjątek, odstępstwo, zarzut, sytuacja, sprzeciw, zastrzeżenie, wyjątkiem, wyjątku, wyjątków, jest wyjątkiem
εξαίρεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivétel, kivételével, kivéve, kivételt
εξαίρεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istisna, özel durum, istisnası, bir istisna, istisnadır
εξαίρεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ображатися, заперечення, виняток, виключення, вилучення, винятком
εξαίρεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përjashtim, Përjashtimi, është përjashtim, përjashtim i, përjashtim nga
εξαίρεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изключение, изключения, изключение от, прави изключение
εξαίρεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выключэнне, выключэньне
εξαίρεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erand, välja arvatud, arvatud, erandi
εξαίρεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izuzetkom, iznimku, iznimka, izuzetak, iznimke
εξαίρεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbrigði, undantekning, undantekningin, undantekningu, undanþágu, undanskildum
εξαίρεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išimtis, išimtimi, išimtį, išimties
εξαίρεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izņēmums, izņēmumu, izņēmuma, izņēmumam
εξαίρεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучок, освен, е исклучок, исклучок од
εξαίρεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excepţie, excepție, exceptie, excepție de, excepții, excepția
εξαίρεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izjema, izjemo, izjeme
εξαίρεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výnimka, výnimky, výnimku, výnimkou, odchýlka