Потребувати στα ελληνικά

Μετάφραση: потребувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγκη, σφετερίζομαι, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Потребувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • злиденність στα ελληνικά - κακομοιριά, φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
  • командувач στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, ο διοικητής, τον διοικητή
  • мародерствує στα ελληνικά - μαρμάρινος, μάρμαρο, επιδρομικές, επιδρομικό, ληστρικές, επιδρομικούς
  • медалі στα ελληνικά - μετάλλιο, Medal, το Medal, Μεταλλίου, το μετάλλιο
Τυχαίες λέξεις
Потребувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγκη, σφετερίζομαι, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε