Λέξη: χρίω

Συνώνυμα: χρίω

αλείφω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, απλώνω, επιχέω, καλύπτω με υγρό

Μεταφράσεις: χρίω

χρίω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anoint, suffuse

χρίω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ungir, bañar, impregnar, suffuse, cubrirse el, difundirse por

χρίω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchfluten, suffuse, durchdringen, fluten

χρίω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oindre, sacrer, enduire, se répandre sur, colorer, imprégner, répandre sur, pigmenter

χρίω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cospargere, tingere, soffusa

χρίω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ungir, inundar, suffuse, impregnar, inunde, impregnam

χρίω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besmeren, sauzen, doorsmeren, smeren, overdekken, overgieten, overgoten, gevoerd worden, stromen langs

χρίω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помазать, смазывать, помазывать, умастить, намазывать, заливать

χρίω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
suffuse

χρίω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gjuta, övergjuta

χρίω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voidella, levitä jhk, tunkeutumaan

χρίω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suffuse, gennemsyre, brede sig, sive

χρίω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomazat, posvětit, zaplavit, zalít, zaplaví, prostupujeme

χρίω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
namaścić, namaszczać, maścić, oblać, pokryć, oblać rumieńcem, zalać łzami

χρίω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elborít, bevon

χρίω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaplamak, bürümek, yayılmak, üzerine yayılmak, saklamak

χρίω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змащувати, намазувати, змазувати, заливати, заливатимуть, заливатиме

χρίω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbush, mbyll, mbuloj

χρίω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разстилам се по, изпълва, разстилам, осмислят, изпълват

χρίω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заліваць

χρίω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üle valama, üle valguma, Levida jhk, valama, valguma

χρίω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obliti, zaliti

χρίω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
suffuse

χρίω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užlieti, pasrūti, Pārplūdināt, Piltis ašaros, Pirmumą rumieńcem

χρίω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieliet, pārplūdināt

χρίω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
suffuse

χρίω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umple, revărsa, inundati, îneca

χρίω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomazat, suffuse

χρίω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaplaviť, zaplavit, Zaplavte, povodňového, povodňového na
Τυχαίες λέξεις