Λέξη: εισιτήριο

Σχετικές λέξεις: εισιτήριο

εισιτήριο μουσείο ακρόπολης, εισιτήριο ελεύθερης πρόσβασης, εισιτήριο προαστιακού, εισιτήριο μετρό, εισιτήριο πέντε ευρώ στα πολυιατρεία του πεδυ, εισιτήριο προαστιακού αεροδρόμιο, εισιτήριο ελεύθερης πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, εισιτήριο ακρόπολης, εισιτήριο υγείας, εισιτήριο στη τσέπη σου στίχοι

Συνώνυμα: εισιτήριο

δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα

Μεταφράσεις: εισιτήριο

εισιτήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ticket, a ticket, tickets, the ticket, fare

εισιτήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boleto, billete, billete de, compra de entradas, la compra de entradas

εισιτήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrkarte, zettel, fahrschein, eintrittskarte, karte, wahlliste, Ticket, Karte, Fahrkarte

εισιτήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
billet, ticket, houp, étiquette, étiqueter, billets, billetterie

εισιτήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
biglietto, biglietti, i biglietti, di biglietti, biglietto di

εισιτήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rotular, bilhete, tiquetaque, ficha, passagem, ingressos, bilhete de, ticket

εισιτήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, kaartjes, ticketprijzen

εισιτήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
квитанция, квиток, номерок, билет, объявление, удостоверение, формуляр, жребий, ярлык, купон, продаже билетов, по продаже билетов, талон, бронированию билетов

εισιτήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
billett, seddel, billetter, flybillett, billetter og

εισιτήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
biljett, biljetter och, av biljetter, av biljetter och

εισιτήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pääsylippu, matkalippu, sisäänpääsylippu, lippu, lentolippua, lipun, lippujen, lentolippu

εισιτήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
billet, billetter, billetten, billetkøb

εισιτήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jízdenka, oznámení, vstupenka, cedulka, cedule, lístek, letenka, vstupenek

εισιτήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
etykieta, karnet, numerek, mandat, bilet, bon, kupon, metka, biletów, biletu, bilety, ticket

εισιτήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bírságcédula, jelöltnévsor, jegy, jegyet, menetjegy, belépőjegy

εισιτήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilet, bileti

εισιτήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
квиток, об'явлення, білет, ярлик, об'яву, об'ява

εισιτήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
biletë, bileta, biletave, biletën, e biletave

εισιτήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
билет, билети, билета, билет за, на билети

εισιτήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
білет, квіток, білетаў

εισιτήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilet, piletiabi, pileti, piletite, piletit

εισιτήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karton, ulaznica, karta, kartu, ulaznicu, ulaznice

εισιτήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miði, aðgöngumiði, farmiði, miða, ferðum, miðum, á miðum, ferðakaup

εισιτήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bilietas, bilietų, bilietus, bilietą, bilietų įsigijimo

εισιτήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biļete, biļešu, biļetes, biļeti, biļetēm

εισιτήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
билет, билети, билетот, на билетите, билетите

εισιτήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bon, bilet, bilet de, bilete, biletul, bilet de avion

εισιτήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
karta, lístek, vstopnica, vozovnica, vozovnice, vozovnico, ticket

εισιτήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lístok, preukaz, vstupenka, vstupenku, vstupenky

Στατιστικά δημοτικότητας: εισιτήριο

Τυχαίες λέξεις