По-власницькому στα ελληνικά
Μετάφραση: по-власницькому, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοχος, σε, στο, στην, στη, στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вибірний στα ελληνικά - εκλογικός, εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
- гучний στα ελληνικά - βροντόφωνος, βροντερός, βυθομέτρηση, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, ...
- двокрапку στα ελληνικά - άνω κάτω τελεία, παχέος εντέρου, κόλον, του παχέος εντέρου, άνω και κάτω τελεία
- залізниці στα ελληνικά - σιδηρόδρομος, σιδηροδρόμου, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικός, σιδηρόδρομου
Τυχαίες λέξεις
По-власницькому στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοχος, σε, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: κάτοχος, σε, στο, στην, στη, στον