Працюючий στα ελληνικά
Μετάφραση: працюючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- добродійність στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, φιλανθρωπική οργάνωση
- жилий στα ελληνικά - κατοικήσιμος, κατοικήσιμη, κατοικίσημο, κατοικήσιμης, μη κατοικήσιμη
- замислений στα ελληνικά - στοχαστικός, προσεκτικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστική
- крейда στα ελληνικά - κιμωλία, κιμωλίας, άσβεστο, άσβεστο και, της κιμωλίας
Τυχαίες λέξεις
Працюючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: ζωντανός, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται