Λέξη: ανεξάρτητος
Σχετικές λέξεις: ανεξάρτητος
ανεξάρτητος ενωτικός συνδυασμός, ανεξάρτητος παρατηρητής, ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, ανεξάρτητος ευρωβουλευτής κρίτων αρσένης, ανεξάρτητος συνδυασμός, ανεξάρτητος διαχειριστής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξάρτητος σαρωνικός, ανεξάρτητος συνώνυμα, ανεξάρτητος κεφαλονιάς, ανεξάρτητος σερρων
Συνώνυμα: ανεξάρτητος
ουσιαστικός, άσχετος, ιερατικώς, λαοκρατικός
Μεταφράσεις: ανεξάρτητος
ανεξάρτητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
independent, freelance, an independent, self, a freelance
ανεξάρτητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
independiente, independientes, independiente de, independiente en, independencia
ανεξάρτητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freischaffende, freischaffender, freiberufler, souverän, eigenständig, freiberuflerin, unabhängig, selbstständig, unabhängige, unabhängigen, unabhängiger, unabhängiges
ανεξάρτητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autonome, souverain, indépendant, libre, original, indépendante, indépendants, indépendantes
ανεξάρτητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indipendente, autonomo, indipendenti, singola, singola a
ανεξάρτητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
soberano, independente, Independent, independentes, independentemente
ανεξάρτητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onafhankelijk, soeverein, potentaat, beheerser, oppermachtig, zelfstandig, onafhankelijke, zelfstandige, onafhankelijk is
ανεξάρτητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдельный, обеспеченный, независимый, самостоятельный, независимым, независимой, независимая, независимы
ανεξάρτητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uavhengig, selvstendig, uavhengige, selvstendige
ανεξάρτητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
självständig, oberoende, självständigt, fristående, självständiga
ανεξάρτητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riippumaton, sitoutumaton, vapaa, itsenäinen, riippumattoman, riippumattomia, riippumattomien
ανεξάρτητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uafhængig, uafhængige, uafhængigt, selvstændig, selvstændigt
ανεξάρτητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
autonomní, svobodný, samostatný, nezávislý, nezávislé, nezávislá, nezávislou, nezávislým
ανεξάρτητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezależny, darmozjad, samodzielny, bezpartyjny, niezależne, niezależna, niezależną
ανεξάρτητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
független, önálló, a független, függetlenül, függetlenek
ανεξάρτητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağımsız, bağımsız bir, bağımsız olarak, bağımsızdır
ανεξάρτητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільнонайманий, позаштатний, самостійність, незалежно, незалежність, незалежний, незалежна, незалежного
ανεξάρτητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pavarur, pavarur, e pavarur, të pavarur, pavarura
ανεξάρτητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
независим, независима, независимо, независими, независимия
ανεξάρτητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
незалежны
ανεξάρτητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseseisev, sõltumatu, vabakutseline, sõltumatute, sõltumatud, sõltumatut
ανεξάρτητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neovisne, nezavisnošću, neovisan, samostalno, nezavisan, samostalan, neovisna, neovisno
ανεξάρτητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óháður, frjáls, sjálfstæð, óháð, sjálfstæður, sjálfstætt, Velkomin
ανεξάρτητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepriklausomas, nepriklausoma, nepriklausomi, nepriklausomos, nepriklauso
ανεξάρτητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatkarīgs, neatkarīga, neatkarīgu, neatkarīgas, neatkarīgai
ανεξάρτητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
независни, независно, независен, независна, самостојна
ανεξάρτητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
independent, independentă, independente, independenta, independent de
ανεξάρτητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neodvisni, neodvisen, neodvisna, neodvisne, samostojna
ανεξάρτητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samostatný, nezávislý, nezávislého, nezávislé, nezávislým, nezávislá
Στατιστικά δημοτικότητας: ανεξάρτητος
Τυχαίες λέξεις