Праця στα ελληνικά

Μετάφραση: праця, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπυρσοκρότηση, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
Праця στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вижимання στα ελληνικά - έκφραση, press-, πρέσσα, με πίεση, Τύπο
  • виробництва στα ελληνικά - παραγωγικός, παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
  • газети στα ελληνικά - ημερομηνία, χουρμάς, Εφημερίδες, εφημερίδων, Εφημερίδες Δωμάτια, Εφημερίδες Δωμάτια για, τις εφημερίδες
  • змусити στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Τυχαίες λέξεις
Праця στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού