Λέξη: διήθηση
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λίπους στο συκώτι, διήθηση υπό κενό, διήθηση ήπατος, διήθηση λεξικό, διήθηση από καρκινώματα
Συνώνυμα: διήθηση
διύλιση, διείσδυση, φιλτράρισμα
Μεταφράσεις: διήθηση
διήθηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
filtration, infiltration, filtered off, filtering, filtered
διήθηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
filtración, de filtración, la filtración, filtrado, filtración de
διήθηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
filtrierung, Filtration, Filter, Filtrations, Filterung
διήθηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
filtration, la filtration, filtrage, une filtration, de filtration
διήθηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filtrazione, filtraggio, di filtrazione, di filtraggio, la filtrazione
διήθηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem
διήθηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filtratie, filtreren, middel van filtratie, filtering
διήθηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фильтрация, фильтр, фильтрование, фильтрации, фильтрацию, фильтрования
διήθηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filtrering, filtrerings, filtreringen
διήθηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filtrering, filtrerings, filtreringen, filter
διήθηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suodatus, suodattamalla, suodatuksen, suodatuksella
διήθηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filtrering, filtration, filtreringen, filtreringssystem
διήθηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního
διήθηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cedzenie, filtracja, filtrowanie, sączenie, filtracji, filtrację
διήθηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szűrés, szűréssel, szűrési, filtrációs, szűrést
διήθηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süzme, filtrasyon, filtreleme, filtre, filtrasyonu
διήθηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фільтрація, фільтрування, Фільтрування, фільтрації
διήθηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filtrim, filtrimit, filtrimit të, e filtrimit, të filtrimit
διήθηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филтрация, филтриране, филтруване, филтриране на
διήθηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фільтраванне, фільтрацыя
διήθηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
filtreerimine, filtreerimise, filtrimise, filtreerimisega, filtreerimist
διήθηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
filtracija, filtriranje, filtracije, filtriranja, filtraciju
διήθηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
síun, síast, Filtration, Siun, Sfun
διήθηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filtravimas, filtravimo, filtracijos, filtracija, filtravimą
διήθηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filtrācija, filtrēšana, filtrēšanas, filtrācijas, filtrēšanai
διήθηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филтрација, филтрирање, филтрацијата, на филтрирање, филтрирање на
διήθηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filtrare, de filtrare, filtrarea, filtrare în
διήθηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
filtracija, filtriranje, filtracije, filtracijo, filtracijski
διήθηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
filtrácia, filtrácie, filtrovanie, filtráciu