Λέξη: ατσάλι
Σχετικές λέξεις: ατσάλι
ατσάλι 440c, ατσάλι για μαχαίρι, ατσάλι στα αγγλικά, ατσάλι από τη δαμασκό, ατσάλι και άνεμος, ατσάλι ή χάλυβας, ατσάλι ή μαντέμι, ατσάλι δαμασκού, ατσάλι 5160, ατσάλι hss
Συνώνυμα: ατσάλι
χάλυβας, χάλυψ
Μεταφράσεις: ατσάλι
ατσάλι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steel, stainless steel
ατσάλι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acero, de acero, inoxidable, del acero, acero de
ατσάλι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwert, Stahl, Edelstahl
ατσάλι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aciéreux, acier, épée, acérain, paquebot, en acier, l'acier, d'acier
ατσάλι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciaio, in acciaio, inox, inossidabile, di acciaio
ατσάλι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, caldeira, de aço, em aço, do aço, siderúrgica
ατσάλι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staal, zwaard, degen, stalen, van staal, ijzer-, ijzer- en
ατσάλι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стальной), оружие, закалять, точило, шпага, сталь, булатный, огниво, меч, стальной, точилка, арматура, стали, стальная, стальные
ατσάλι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stål, av stål
ατσάλι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stål, stålet, av stål
ατσάλι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
miekka, karaista, teräs, terästä, teräksen, teräksestä, teräksinen
ατσάλι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stål, jern-, jern- og, af stål
ατσάλι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocelový, ocel, oceli, ocelové, ocelová
ατσάλι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
staliwo, hutniczy, metalurgiczny, hutnictwo, stal, staloryt, stalowy, stalowanie, stalowoniebieski, stali, ze stali, nierdzewna
ατσάλι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
acél, acélból, acélból készült, acélipari, steel
ατσάλι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çelik, kılıç, çelikten, çeliği
ατσάλι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кресало, стальний, твердість, сталь, сталевий
ατσάλι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çelik, çeliku, çelikut, e çelikut, të çelikut
ατσάλι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меч, стомана, стоманена, стоманени, стомани
ατσάλι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталь, сталі
ατσάλι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teras, terasest, terase, steel, terasetoodete
ατσάλι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čeličan, mač, čeličnog, čelika, čelik, čelična, čelične, čelični
ατσάλι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stál, stáli, úr stáli
ατσάλι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
chalybs
ατσάλι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalavijas, špaga, plienas, kardas, plieno, steel, plieninės, plieniniai
ατσάλι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tērauds, zobens, tērauda, steel, tēraudu, metāla
ατσάλι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
челикот, челик, челична, челични, челичната
ατσάλι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spadă, oţel, oțel, otel, din oțel, de oțel, oțelului
ατσάλι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jeklo, jekla, jeklena, steel, jeklene
ατσάλι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oceľ, ocele, ocel