Притягувати στα ελληνικά
Μετάφραση: притягувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισύρω, έλκω, τραβώ, ζωγραφίζω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баржа στα ελληνικά - μαούνα, κιβωτός, φορτηγίδα, φορτηγίδας, φορτηγίδες, φορτηγίδος, φορτηγίδων
- кислуватий στα ελληνικά - υπόξινος, υπόξινη, υπόξινο, πικρή, ξινίζουσα, πικρής
- кумедної στα ελληνικά - διασκεδαστικά, ψυχαγωγικό, amusingly, περιπαικτικά, με ψυχαγωγικό
- літри στα ελληνικά - απορρίμματα, σκουπίδια, λίτρα, λίτρων, λίτρο
Τυχαίες λέξεις
Притягувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισύρω, έλκω, τραβώ, ζωγραφίζω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Μεταφράσεις: επισύρω, έλκω, τραβώ, ζωγραφίζω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν