Λέξη: σκληρότητα
Σχετικές λέξεις: σκληρότητα
σκληρότητα πόσιμου νερού, σκληρότητα μετάλλων, σκληρότητα χάλυβα, σκληρότητα νερού, σκληρότητα brinell, σκληρότητα νερού αθηνα, σκληρότητα υλικών, σκληρότητα νερού ευδαπ, σκληρότητα νερού θεσσαλονίκη, σκληρότητα συνώνυμα
Συνώνυμα: σκληρότητα
σκληρότης, αγριότης, αιμοβορία, αγριότητα, στυγνότητα, λιθώδες, ανθεκτικότητα, δυστροπία, ανεπιείκεια, αδυσώπητο
Μεταφράσεις: σκληρότητα
σκληρότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
harshness, hardness, toughness, cruelty, hardness of, a hardness
σκληρότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rigor, severidad, aspereza, dureza, la dureza, de dureza, dureza del, dureza de
σκληρότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rauheit, strenge, grausamkeit, härte, brutalität, Härte, die Härte
σκληρότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rigidité, austérité, dureté, rugosité, aspérité, rigueur, rudesse, âpreté, crudité, la dureté, dureté de, une dureté, de dureté
σκληρότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigore, durezza, di durezza, la durezza, della durezza, durezze
σκληρότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dureza, de dureza, dureza da, a dureza, dureza de
σκληρότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strengheid, hardheid, hardvochtigheid, strafheid, hardheid van, de hardheid
σκληρότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шероховатость, грубость, жесткость, резкость, крутость, твердость, твердости, жесткости, твердостью
σκληρότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hardhet, hardheten, hårdhet, hardhets
σκληρότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, hårdhet, hårdheten, hårdhets
σκληρότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ankaruus, kovuus, tylyys, kovuuden, kovuutta, kovuudesta
σκληρότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hårdhed, hårdheden, hårdhedsgrad
σκληρότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drsnost, krutost, příkrost, ostrost, přísnost, tvrdost, tvrdosti, tvrdostí
σκληρότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chropowatość, szorstkość, opryskliwość, surowość, twardość, twardości
σκληρότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keménység, keménysége, keménységű, keménységi, keménységét
σκληρότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sertlik, sertliği, sertlikte
σκληρότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шорсткість, твердість, жорсткість, твердості
σκληρότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fortësi, zahmet, ngurtësinë, fortësia, fortësi të
σκληρότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
твърдост, твърдостта, твърдост на, твърдостта на
σκληρότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цвёрдасць, цьвёрдасьць, калянасць
σκληρότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karedus, järskus, karmus, kõvadus, kõvadusega, kareduse, kõvaduse
σκληρότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tvrdoća, tvrdoće, tvrdoću, tvrdo, čvrstoća
σκληρότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hörku, harka, herslismyndun, hörðnun húðar
σκληρότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acerbitas, asperitas
σκληρότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kietumas, kietumo, kietumą, kietis, sukietėjimas
σκληρότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietība, cietības, cietību, cietība ir, cietības pakāpi
σκληρότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тврдоста, тврдост, цврстина, тврдоста на, цврстината
σκληρότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
severitate, duritate, duritatea, durității, de duritate, duritatii
σκληρότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drsnost, trdota, trdote, trdoto, trdnost, hardness
σκληρότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvrdosť, tvrdosti, tvrdost
Τυχαίες λέξεις