Λέξη: κατανάλωση
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση ρεύματος, κατανάλωση καυσίμου, κατανάλωση θερμίδων, κατανάλωση smart
Συνώνυμα: κατανάλωση
επιδρομή, εισβολή, φθίση, φυματίωση
Μεταφράσεις: κατανάλωση
κατανάλωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consumption, consumption of, eating, drinking, consumption is
κατανάλωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consumición, consumo, el consumo, consumo de, el consumo de, del consumo
κατανάλωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenfassung, konsum, verbrauch, Verbrauch, Konsum, Verzehr, Verbrauchs
κατανάλωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
phtisie, consommation, vente, usure, débit, la consommation, de consommation, de la consommation, consommation de
κατανάλωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di
κατανάλωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
κατανάλωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
κατανάλωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затрата, потребление, чахотка, увядание, расход, расходование, потребления, потребительский, Потребляемая
κατανάλωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbruk, forbruket, konsum
κατανάλωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbrukning, åtgång, konsumtion, konsumtionen, förbrukningen
κατανάλωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulutus, kuluttaminen, syöminen, kulutuksen, kulutusta, kulutukseen, kulutuksesta
κατανάλωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbrug, tuberkulose, forbruget, konsum, indtagelse
κατανάλωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odbyt, opotřebování, spotřeba, spotřeby, spotřebu, spotřebě, konzumace
κατανάλωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zużycie, gruźlica, użycie, spożycie, pobór, zbyt, wykorzystanie, konsumpcja, spożywanie, zużycie paliwa
κατανάλωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyasztás, fogyasztásra, fogyasztási, fogyasztása, fogyasztást
κατανάλωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı
κατανάλωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затрата, видаток, споживання, зів'янення, сухота, вжиток, вживання
κατανάλωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konsum, konsumi, konsumi i, konsumit të, e konsumit
κατανάλωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консумация, потребление, потреблението, консумация от, потреблението на
κατανάλωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажыванне, спажываньне, ўжыванне
κατανάλωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allaneelamine, tarbimine, tarbimise, tarbimist, tarbimiseks, tarbimisest
κατανάλωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konzumiranje, potrošnju, potrošnja, sušica, potrošnje, konzumacija, potrošnji
κατανάλωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðsla, neysla, neyslu, einkaneyslu, neysluskatta
κατανάλωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
phthisis
κατανάλωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartojimas, suvartojimas, vartojimo, sąnaudos, sunaudojimas
κατανάλωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patēriņš, patēriņu, patēriņa, patēriņam, patērēšana
κατανάλωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потрошувачка, потрошувачка на, потрошувачката, потрошувачката на, на потрошувачката
κατανάλωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consum, consumul, consumului, consumul de, consumului de
κατανάλωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poraba, potrošnja, porabo, porabe, potrošnjo
κατανάλωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spotreba, spotrebu, spotreby
Στατιστικά δημοτικότητας: κατανάλωση
Τυχαίες λέξεις