Причепливий στα ελληνικά

Μετάφραση: причепливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, γοργός, υπερκριτικός, επικρίνων, υπερκριτική, υπερκριτικάς, υπερκριτικές
Причепливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • врівноваження στα ελληνικά - ησυχασμός, γαλήνη, ηρεμία, εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, ...
  • відшкодування στα ελληνικά - χαλινάρι, ακυρώνω, καταργώ, ανακαλώ, αποζημίωση, επιστροφή, επιστροφής, ...
  • гліцинія στα ελληνικά - σκεπτικός, γλυκίνη, Wisteria, γλυσίνα, νεφροσία, γλυσίνες
  • зіпсованість στα ελληνικά - κακία, κακίας, κακίες, την κακία, η κακία
Τυχαίες λέξεις
Причепливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, γοργός, υπερκριτικός, επικρίνων, υπερκριτική, υπερκριτικάς, υπερκριτικές