Λέξη: μέσος
Σχετικές λέξεις: μέσος
μέσος όρος excel, μέσος όγκος ερυθρών, μέσος όρος πέους, μέσος όγκος αιμοπεταλίων, μέσος κροταφικός λοβός, μέσος όρος στα αγγλικά, μέσος όρος ζωής, μέσος μισθός ελλάδα 2013, μέσος όρος, μέσος ορος ύψους
Συνώνυμα: μέσος
μέτριος, μέσος όρος
Μεταφράσεις: μέσος
μέσος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
average, mean, median, medium, mid
μέσος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mediocre, promedio, medio, media, promedio de, media de
μέσος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittel, havarie, durchschnitt, durchschnittlich, mittlere, schaden, Durchschnitt, Schnitt, Mittelwert
μέσος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faire, médiocre, niveler, moyenne, intermédiaire, moyen, en moyenne, la moyenne, moyenne de
μέσος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
modo, mezzo, media, medio, mediocrità, la media, media delle, medio di
μέσος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
média, médio, média em, média de
μέσος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medium, gemiddeld, middelbaar, gemiddelde, de gemiddelde, average, het gemiddelde
μέσος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
средний, рядовой, среднее, заурядный, обычный, среднемесячный, пересекающийся, среднем, средняя, в среднем
μέσος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjennomsnittlig, gjennomsnitt, gjennomsnittet, gjennomsnittlige, gj.sn.
μέσος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genomsnitt, genomsnittlig, genomsnittliga, Medel, genomsnittet
μέσος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohtalainen, välikappale, keskiarvo, keskipiste, väline, ihan, keskinkertainen, keskimäärin, keskimääräinen, keskim, keskimääräistä
μέσος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemsnitlig, middeltal, gennemsnit, gennemsnitlige, gennemsnittet, gennemsnitligt
μέσος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
činit, střední, nivelizovat, průměrný, průměr, prostřední, Průměrné, průměrná, průměru
μέσος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
średnioroczny, równać, przeciętna, przeciętny, wynosić, statystyczny, średni, średnia, ilość, awaria, uśredniać, przeciętność, średnio
μέσος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átlagos, átlagérték, átlagosan, átlag, átlaga, Átlagban
μέσος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortalama, ortalaması, Puan ortalaması
μέσος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усереднений, середнє, середня, середній
μέσος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mesatar, mesëm, mesatare, mesatarisht, mesatarja, mesatare e
μέσος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
среден, Средната, средно, средна, средни
μέσος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сярэдні
μέσος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskmine, keskmise, keskmiselt, keskmisest, keskmist
μέσος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srednje, srednji, prosječan, prosjek, Prosječna, prosjeku, U prosjeku
μέσος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðaltal, meðaltali, Meðaltal, Meðaleinkunn, hverfis, að meðaltali
μέσος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mediocris
μέσος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vidutinis, vidurkis, vidutiniškai, vidutinė, vidutinės
μέσος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vidusmērs, caurmērs, vidējais, vidēji, vidējā, vidējo, Lielākoties
μέσος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
просечната, просечен, просек, просечна, просекот
μέσος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mediu, medie, media, medii
μέσος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povprečno, povprečje, Povprečna, povprečni, povprečju
μέσος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priemerný, priemer, priemerom, priemeru
Στατιστικά δημοτικότητας: μέσος
Τυχαίες λέξεις