Λέξη: ειρηνοδίκης

Σχετικές λέξεις: ειρηνοδίκης

ειρηνοδίκησ προσόντα, δόκιμοσ ειρηνοδίκησ, διαγωνισμός ειρηνοδίκης, ειρηνοδίκης μετάφραση, ειρηνοδίκης εξετάσεις, ειρηνοδίκησ λαυρίου, ειρηνοδίκης μισθός, ειρηνοδίκης προαγωγή, ειρηνοδίκης πταισματοδίκης

Συνώνυμα: ειρηνοδίκης

άρχων, τσιφλικάς, ακόλουθος ιππότου, άρχοντας, συνοδός, δικαστής, πλημμελειοδίκης, δημόσιος λειτουργός, πταισματοδίκης

Μεταφράσεις: ειρηνοδίκης

ειρηνοδίκης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
magistrate, Justice of the Peace, squire, district court judge

ειρηνοδίκης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
magistrado, juez, juez de, magistrado de, magistrados

ειρηνοδίκης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
magistrat, Friedensrichter, Richter, Magistrat, Amtsrichter

ειρηνοδίκης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
employé, magistrat, fonctionnaire, municipalité, officier, juge, juge d'instruction, magistrats

ειρηνοδίκης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magistrato, giudice, pretore, magistrato di, magistratura

ειρηνοδίκης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magistrado, juiz, juiz de, magistrate, magistrado de

ειρηνοδίκης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
magistraat, rechter, kantonrechter

ειρηνοδίκης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судья, магистрат, следователь, судьей, магистрата

ειρηνοδίκης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
magistrat, Lagmannen, magistraten, øvrighets, øvrighetsperson

ειρηνοδίκης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, magistrat, domaren

ειρηνοδίκης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomari, raatimies, maistraatti, vouti, poliisituomari, maistraatin, tutkintatuomarin, tutkintatuomari

ειρηνοδίκης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, retsembedsmand, sysselmanden

ειρηνοδίκης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úředník, smírčí soudce, soudce, magistrát, soudcem

ειρηνοδίκης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sadownik, urzędnik, ławnik, sędzia, magistrat, sędziego, sędzia pokoju

ειρηνοδίκης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendőrbíró, elöljáró, bíró, békebíró, magisztrátus

ειρηνοδίκης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sulh hakimi, sulh yargıcı, hakimi, magistrate, sulh

ειρηνοδίκης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викладацький, суддя

ειρηνοδίκης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyqtar, gjyqtari, gjykatës, gjykatësi, magjistrat

ειρηνοδίκης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
магистрат, следовател, съдия, магистрати, магистратите

ειρηνοδίκης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суддзя, судзьдзя

ειρηνοδίκης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
magistraat, kohtunik, kohtuniku, magistraadi, rahukohtunik

ειρηνοδίκης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudac, magistrat, sudija, sudac za prekršaje, magistrate

ειρηνοδίκης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýslumaður, sýslumanni, sýslumaður þá, getur sýslumaður, sýslumanns

ειρηνοδίκης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
magistratas, teisėjas, pareigūnas, vykdantis pareigūnas, teismo pareigūnas

ειρηνοδίκης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miertiesnesis, maģistrāts, tiesnesis, pārvaldnieks, tiesnesi

ειρηνοδίκης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија, магистрат, на судијата

ειρηνοδίκης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
magistrat, judecător, judecător de, de magistrat, instrucție

ειρηνοδίκης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodnik, sodnika, Mirovni sodnik

ειρηνοδίκης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmierovací, zmierovacie, zmierovacej, zmierovacia, zmierovacieho
Τυχαίες λέξεις