Просівати στα ελληνικά

Μετάφραση: просівати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατραξιόν, βόλτα, ιππεύω, κοσκινίζω, κρησαρίζω, κοσκινίσει, κοσκινίστε, αδιαπέραστοι, κοσκινίζετε
Просівати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бунтувати στα ελληνικά - ταραχή, Riot, ταραχών, ταραχές, των ταραχών
  • віолончель στα ελληνικά - τσέλο, βιολοντσέλο, βιολοντσέλου, τσέλλο, βιολοντσέλλο
  • залишати στα ελληνικά - άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
  • замурзаний στα ελληνικά - χρωματιστός, Βιτρώ, χρωματισμένο, λεκιασμένο, Stained
Τυχαίες λέξεις
Просівати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατραξιόν, βόλτα, ιππεύω, κοσκινίζω, κρησαρίζω, κοσκινίσει, κοσκινίστε, αδιαπέραστοι, κοσκινίζετε