Λέξη: επιδιώκω
Σχετικές λέξεις: επιδιώκω
επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english
Συνώνυμα: επιδιώκω
κάνω έρωτα, ερωτολογώ, κορτάρω, καταδιώκω, ακολουθώ
Μεταφράσεις: επιδιώκω
επιδιώκω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pursue, woo, aim at, seek, I seek
επιδιώκω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acosar, perseguir, proseguir, cortejar, woo, corteje, corteja
επιδιώκω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jagen, nachstellen, verfolgen, umwerben, woo, flehen, flehen sie, anflehen
επιδιώκω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faire, pourchasser, traquer, exécuter, aspirer, poursuivez, pousser, continuer, hanter, poursuivons, persécuter, poursuivent, poursuivre, cultiver, effectuer, réaliser, courtiser, Woo, courtisez, courtisent
επιδιώκω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proseguire, inseguire, perseguire, woo, corteggiare, corteggia, Corteggi
επιδιώκω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bolsa, perseguir, seguir, acossar, cortejar, galantear, Woo, corteje, corteja
επιδιώκω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervolgen, nastreven, najagen, vervolgen, vrijen, woo, streef, streef na, ho
επιδιώκω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гнаться, программу, возгораться, следовать, заниматься, преследовать, действовать, продолжать, возбуждать, ухаживать, Woo, Ву, добиваются, добейтесь
επιδιώκω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfølge, woo, beile, av Woo
επιδιώκω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utöva, förfölja, woo, uppvakta, uppvaktar, woo är
επιδιώκω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkaa, osallistua, seurata, kosiskella, Woo, Woon, pu, riiata
επιδιώκω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølge, woo, bejle
επιδιώκω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
usilovat, hnát, pěstovat, provádět, pokračovat, pronásledovat, vábit, dvořit se, přemlouvat, Woo, Wu
επιδιώκω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dążyć, prześladować, uprawiać, wykonywać, kontynuować, ścigać, zalecać się, gonić, zabiegać, woo, Zalecać
επιδιώκω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
udvarol, megkéri a kezét, Woo
επιδιώκω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kur yapmak, woo, pa, woo'nun
επιδιώκω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згідно, доглядати, залицятися
επιδιώκω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjek, përpiqem të fitoj, woo, vij rrotull, kërkoj të arrij suksesin
επιδιώκω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ухажвам, стремя се да спечеля, Woo, Ву, уо
επιδιώκω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даглядаць, заляцацца
επιδιώκω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jälitama, püüdlema, taotlema, kosima, woo
επιδιώκω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
goniti, obaviti, razvijati, progoniti, udvarati se, Woo, boriti, udvarati, Woo i
επιδιώκω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elta, Woo, biðja, Fle
επιδιώκω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pergo
επιδιώκω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prašinėti, šauktis, įkalbinėti, woo, prašyti rankos
επιδιώκω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bildināt, woo, Vū, censties sasniegt, tiekties pēc
επιδιώκω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уо, Ву, Woo, ураа
επιδιώκω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmări, peți, woo, uoo, woo a
επιδιώκω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
woo, Dvorišče
επιδιώκω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vábiť
Τυχαίες λέξεις