Λέξη: κριτικός

Σχετικές λέξεις: κριτικός

κριτικός γραμματισμός σχεδιο μαθηματος, κριτικός στοχασμός, κριτικός γραμματισμός παραδείγματα, κριτικός αναστοχασμός, κριτικός γραμματισμός στο νηπιαγωγείο, κριτικός ρεαλισμός, κριτικός γραμματισμός, κριτικός φίλος, κριτικός κινηματογράφου, κριτικός γραμματισμός κωστούλη

Συνώνυμα: κριτικός

κρίσιμος, επικριτικός, δικαστικός, δίκαιος, αμερόληπτος

Μεταφράσεις: κριτικός

κριτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
critic, critical, reviewer, a critic, critic of

κριτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reseñador, crítico, censor, crítica, crítico de, el crítico, crítica de

κριτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kritiker, Kritiker, Kritik, Kritikerin, Kritikers

κριτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
censeur, critique, parole

κριτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
critica, critico, il critico, critico di

κριτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crítico, crítica, crítico de, o crítico, crítica de

κριτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criticus, kritiek, recensent, criticus van, kritische

κριτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оппонент, рецензент, критикан, критик, критика, критиком

κριτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kritiker, kritikeren, kritikk

κριτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kritiker, kritikern, kritik

κριτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvostelija, kriitikko, kriitikon, kriitikkona, arvostelijan

κριτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kritiker, anmelder, kritikeren, kritik, kritikere

κριτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
posuzovatel, kritik, kritický, kritikem, kritika, kritička

κριτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krytyka, krytyk, recenzent, krytykiem, krytyków, z krytyków

κριτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kritikus, kritikusa, kritika, kritikusnak

κριτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eleştirmen, eleştirmeni, eleştiren, eleştiri, eleştirmenliği

κριτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
критик, критикан

κριτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kritik, kritiku, kritik i, kritike, kritiku i

κριτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
критик, критика, критик на, за критика

κριτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крытык

κριτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriitik, arvustaja, kriitiku, kritiseerija, kritiseerinud, kriitikuna

κριτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kritičar, kritika, recenzent, kritičarka, kritičara, kriticar

κριτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnrýnandi, gagnrýnandinn, gagnrýnanda, gagnrýni

κριτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kritikas, kritikė, kritikos, kritika, kritiko

κριτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kritiķis, kritiķe, kritiķa, kritiķim

κριτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
критичарот, критичар, критичарка, критика, критиката

κριτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
critic, critic de, criticul, criticul de, critică

κριτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritik, kritičarka, kritika, kritikov

κριτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritik, kritík, kritiky, kritika, kritikom

Στατιστικά δημοτικότητας: κριτικός

Τυχαίες λέξεις