Рикошет στα ελληνικά
Μετάφραση: рикошет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, αποστρακίζομαι, αποστρακισμός, ricochet, εξοστρακιστεί, εξοστρακίζονται
Μεταφράσεις
- безлісий στα ελληνικά - άδεντρος, treeless, άδενδρα, άδενδρης, άδεντρο
- виразність στα ελληνικά - έκφραση, έμφαση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, η έκφραση
- дивний στα ελληνικά - παράξενος, μοναδικός, περίεργος, κωμικός, ιδιόμορφος, εκκεντρικός, ιδιότροπος, ...
- емоційний στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
Τυχαίες λέξεις
Рикошет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, αποστρακίζομαι, αποστρακισμός, ricochet, εξοστρακιστεί, εξοστρακίζονται
Μεταφράσεις: τραβώ, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, αποστρακίζομαι, αποστρακισμός, ricochet, εξοστρακιστεί, εξοστρακίζονται