Λέξη: καταφορά

Μεταφράσεις: καταφορά

καταφορά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animosity, virulence, fraught, flagrant, overly flagrant scope for, overly flagrant scope, blatant

καταφορά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tenso, lleno, llena, cargado, cargada

καταφορά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
giftigkeit, giftigkeiten, feindlichkeit, feindseligkeit, voll, voller, behaftet, birgt, beladen

καταφορά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inimitié, animadversion, malignité, dépit, hostilité, antipathie, répulsion, aversion, haine, virulence, animosité, rancune, plein, chargé, lourde, lourd, heurte

καταφορά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animosità, pieno, gravido, carico, denso, irto

καταφορά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante

καταφορά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vol, beladen, bezaaid

καταφορά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вирулентность, злобность, злоба, вражда, ядовитость, неприязнь, враждебность, сила, чреватый, чревато, чревата, чреват, чреваты

καταφορά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiendskap, nervøs, fylt, full av, anspent

καταφορά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fylld, förenat, fyllda, fraught, fylld av

καταφορά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kireä, täynnä, liittyy suuria, liittyy paljon, jännittynyt

καταφορά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyldt, behæftet, ladet

καταφορά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nenávist, nechuť, zášť, odpor, zlomyslnost, zaujatost, nepřátelství, animozita, nevůle, plný, plná, sebou nese, s sebou nese

καταφορά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jadowitość, zjadliwość, niechęć, zajadłość, animozja, uraza, wirulencja, brzemienny, obfitujący, obarczona, obciążone, obfituje

καταφορά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teli, tele, terhes, tele van, rejt magában

καταφορά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşmanlık, dolu, doludur, gergin, yüklü, yüklüdür

καταφορά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доброчесно, ворожість, злоба, чреватий, загрожує, що загрожує, багате, який може призвести

καταφορά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mbushur, mbushur, e mbushur, plot, mbushura

καταφορά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпълнен, изпълнено, изпълнена, крие

καταφορά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта

καταφορά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nakatamisvõimelisus, vaenulikkus, eostatud, täis, tulvil, pingeline

καταφορά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mržnja, otrovnost, zloba, neprijateljstvo, virulencija, pun, ispunjen, bremeniti, opterećena, praćeno

καταφορά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir

καταφορά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pilnas, sudėtingas, kupinas, kupina, iškraipo

καταφορά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilns

καταφορά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полн, оптоварен, напнати, исполнета, исполнет

καταφορά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
animozitate, plină, plina, încărcată, plină de, pline

καταφορά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preobremenjeno, polna, prežeta, Izpolnjen, preštevilnimi

καταφορά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
animozita, plný, úplný
Τυχαίες λέξεις