Робити στα ελληνικά
Μετάφραση: робити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγω, προλαμβάνω, αναστέλλω, αποδίδω, γεννοβολώ, δεσμεύω, προκαταλαμβάνω, εκτελώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω, γεννώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відріз στα ελληνικά - αποκόπηκαν, αποκόπηκε, εκτέμνεται, σε εκτομή, εκτέμνονται
- дурень στα ελληνικά - τραπεζίτης, καρπαζιά, φαίνομαι, χαζός, καρπαζώνω, βλέμμα, μουρμουρίζω, ...
- експертиза στα ελληνικά - εξέταση, διεργασία, πραγματογνωμοσύνη, εξέτασης, την εξέταση, εξετάσεως, εξετάσεις
- коленкор στα ελληνικά - τσίτι, Calico, βαμβακερά, βαμβακερό ύφασμα, Υφάσματα βαμβακερά
Τυχαίες λέξεις
Робити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγω, προλαμβάνω, αναστέλλω, αποδίδω, γεννοβολώ, δεσμεύω, προκαταλαμβάνω, εκτελώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω, γεννώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Μεταφράσεις: παράγω, προλαμβάνω, αναστέλλω, αποδίδω, γεννοβολώ, δεσμεύω, προκαταλαμβάνω, εκτελώ, δημιουργώ, κάνω, διαπράττω, γεννώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν